ύσσακος

ύσσακος
Α
(κατά τον Φώτ.) «πάσσαλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ὕσσακος, ὑστακός, ὕσταξ είναι όροι τού καθημερινού λεξιλογίου, αβέβαιης ετυμολ., που εμφανίζουν επίθημα -ακος (πρβλ. λιθ-ακός, τριβ-ακός) και -αξ (πρβλ. κάμ-αξ, λίθ-αξ) αντίστοιχα. Η σημ. τής λ. «πάσσαλος» θα επέτρεπε τη σύνδεση με την λ. ὑσσός* «ακόντιο». Ωστόσο, μορφολογικά προβλήματα γεννά ο τ. ὕσταξ, για τον οποίο έχει προταθεί η σύνδεση με τη λ. ἕστωρ* (Ι) «πάσσαλος στο άκρο τού ρυμού τού ζυγού», η οποία, όμως, δεν θεωρείται τόσο πιθανή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υστακός — Α (κατά τον Θεόγνωστ.) «πάσσαλος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. ὕσσακος] …   Dictionary of Greek

  • ύσσαξ — ακος, ὁ, Α το γυναικείο αιδοίο. [ΕΤΥΜΟΛ. Όρος τού καθημερινού λεξιλογίου, πιθ. δωρικός, ο οποίος έχει σχηματιστεί ίσως από τη λ. ὗς «χοίρος» (για τη σημ. πρβλ. τη χρήση τού τ. χοίρος με σημ. «γυναικείο αιδοίο») με επίθημα αξ, που απαντά και σε… …   Dictionary of Greek

  • ύσταξ — Α (κατά τον Ησύχ.) «πάσσαλος κεράτινος». [ΕΤΥΜΟΛ. < Βλ. λ. ὕσσακος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”